διθυραμβικά

διθυραμβικά
διθυραμβικός
dithyrambic
neut nom/voc/acc pl
διθυραμβικά̱ , διθυραμβικός
dithyrambic
fem nom/voc/acc dual
διθυραμβικά̱ , διθυραμβικός
dithyrambic
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διθυραμβικός — ή, ό (Α διθυραμβικός, ή, όν) [διθύραμβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διθύραμβο, ο κατάλληλος για διθύραμβο νεοελλ. φρ. «διθυραμβικά σχόλια» εγκωμιαστικά, επαινετικά αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ διθυραμβικά οι διθύραμβοι …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”